Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
κερατωνία
κερατῶπις
κεραύλης
View word page
κερατόπους
hornfooted, hoofed

ShortDef

hornfooted, hoofed

Debugging

Headword:
κερατόπους
Headword (normalized):
κερατόπους
Headword (normalized/stripped):
κερατοπους
IDX:
47947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47948
Key:

Data

{'content': 'hornfooted, hoofed'}