Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
κερατωνία
κερατῶπις
View word page
κερατοποιέω
make horn-shaped

ShortDef

make horn-shaped

Debugging

Headword:
κερατοποιέω
Headword (normalized):
κερατοποιέω
Headword (normalized/stripped):
κερατοποιεω
IDX:
47946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47947
Key:

Data

{'content': 'make horn-shaped'}