Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
View word page
κερατογλύφος
working in horn

ShortDef

working in horn

Debugging

Headword:
κερατογλύφος
Headword (normalized):
κερατογλύφος
Headword (normalized/stripped):
κερατογλυφος
IDX:
47944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47945
Key:

Data

{'content': 'working in horn'}