Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
View word page
κερατῖτις
horned

ShortDef

horned

Debugging

Headword:
κερατῖτις
Headword (normalized):
κερατῖτις
Headword (normalized/stripped):
κερατιτις
IDX:
47943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47944
Key:

Data

{'content': 'horned'}