Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
View word page
κερατιστής
one that butts
ShortDef
one that butts
Debugging
Headword:
κερατιστής
Headword (normalized):
κερατιστής
Headword (normalized/stripped):
κερατιστης
IDX:
47942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47943
Key:
Data
{'content': 'one that butts'}