Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
ἄμπνυτο
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἄμποτε
ἄμποχος
View word page
ἀμπλάκημα
an error, fault, offence

ShortDef

an error, fault, offence

Debugging

Headword:
ἀμπλάκημα
Headword (normalized):
ἀμπλάκημα
Headword (normalized/stripped):
αμπλακημα
IDX:
4793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4794
Key:

Data

{'content': 'an error, fault, offence'}