Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
View word page
κερατίζω
butt with horns

ShortDef

butt with horns

Debugging

Headword:
κερατίζω
Headword (normalized):
κερατίζω
Headword (normalized/stripped):
κερατιζω
IDX:
47937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47938
Key:

Data

{'content': 'butt with horns'}