Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
κεράτινος
κεράτισις
View word page
κερασφόρος
horn-bearing, horned

ShortDef

horn-bearing, horned

Debugging

Headword:
κερασφόρος
Headword (normalized):
κερασφόρος
Headword (normalized/stripped):
κερασφορος
IDX:
47930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47931
Key:

Data

{'content': 'horn-bearing, horned'}