Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
ἄμπνυτο
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἄμποτε
View word page
ἀμπλακεῖν
to come short of

ShortDef

to come short of

Debugging

Headword:
ἀμπλακεῖν
Headword (normalized):
ἀμπλακεῖν
Headword (normalized/stripped):
αμπλακειν
IDX:
4792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4793
Key:

Data

{'content': 'to come short of'}