Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
κερατίνης
View word page
κεραστός
mixed, mingled
ShortDef
mixed, mingled
Debugging
Headword:
κεραστός
Headword (normalized):
κεραστός
Headword (normalized/stripped):
κεραστος
IDX:
47928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47929
Key:
Data
{'content': 'mixed, mingled'}