Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεράρχης
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
κερατίζω
View word page
κεραστικῶς
for mixing
ShortDef
for mixing
Debugging
Headword:
κεραστικῶς
Headword (normalized):
κεραστικῶς
Headword (normalized/stripped):
κεραστικως
IDX:
47927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47928
Key:
Data
{'content': 'for mixing'}