Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραός
κεράρχης
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
κερατίας
View word page
κεραστής
one that mixes

ShortDef

one that mixes

Debugging

Headword:
κεραστής
Headword (normalized):
κεραστής
Headword (normalized/stripped):
κεραστης
IDX:
47926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47927
Key:

Data

{'content': 'one that mixes'}