Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραοξόος
κεραός
κεράρχης
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
κεράτια
View word page
κεράστης
horned

ShortDef

horned

Debugging

Headword:
κεράστης
Headword (normalized):
κεράστης
Headword (normalized/stripped):
κεραστης
IDX:
47925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47926
Key:

Data

{'content': 'horned'}