Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραννυτέον
κεραοξόος
κεραός
κεράρχης
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
κερατία
View word page
κερασός
bird-cherry, Prunus avium

ShortDef

bird-cherry, Prunus avium

Debugging

Headword:
κερασός
Headword (normalized):
κερασός
Headword (normalized/stripped):
κερασος
IDX:
47924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47925
Key:

Data

{'content': 'bird-cherry, Prunus avium'}