Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεράννυμι
κεραννυτέον
κεραοξόος
κεραός
κεράρχης
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
κερασφόρος
κεράσχειλος
κερατάρχης
κερατέα
View word page
κέρασμα
mixture
ShortDef
mixture
Debugging
Headword:
κέρασμα
Headword (normalized):
κέρασμα
Headword (normalized/stripped):
κερασμα
IDX:
47923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47924
Key:
Data
{'content': 'mixture'}