Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραμύλλιον
κεραμών
κεράμωσις
κεραμωτός
κεράννυμι
κεραννυτέον
κεραοξόος
κεραός
κεράρχης
κεράς
κέρας
κερασβόλος
κερασέα
κεράσιον
κέρασμα
κερασός
κεράστης
κεραστής
κεραστικῶς
κεραστός
κερασφορέω
View word page
κέρας
the horn of an animal

ShortDef

the horn of an animal

Debugging

Headword:
κέρας
Headword (normalized):
κέρας
Headword (normalized/stripped):
κερας
IDX:
47919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47920
Key:

Data

{'content': 'the horn of an animal'}