Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
ἄμπνυτο
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
View word page
ἀμπίσχω
see LSJ ἀμπέχω

ShortDef

see LSJ ἀμπέχω

Debugging

Headword:
ἀμπίσχω
Headword (normalized):
ἀμπίσχω
Headword (normalized/stripped):
αμπισχω
IDX:
4791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4792
Key:

Data

{'content': 'see LSJ ἀμπέχω'}