Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
κέραμος
κεραμοτήξ
κεραμόω
κεραμύλλιον
κεραμών
κεράμωσις
κεραμωτός
κεράννυμι
κεραννυτέον
κεραοξόος
κεραός
κεράρχης
View word page
κεραμοτήξ
potter

ShortDef

potter

Debugging

Headword:
κεραμοτήξ
Headword (normalized):
κεραμοτήξ
Headword (normalized/stripped):
κεραμοτηξ
IDX:
47907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47908
Key:

Data

{'content': 'potter'}