Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
κέραμος
κεραμοτήξ
κεραμόω
κεραμύλλιον
κεραμών
View word page
κεραμοπλαστικόν
pottery

ShortDef

pottery

Debugging

Headword:
κεραμοπλαστικόν
Headword (normalized):
κεραμοπλαστικόν
Headword (normalized/stripped):
κεραμοπλαστικον
IDX:
47900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47901
Key:

Data

{'content': 'pottery'}