Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
κέραμος
κεραμοτήξ
κεραμόω
κεραμύλλιον
View word page
κεραμοπλάστης
potter
ShortDef
potter
Debugging
Headword:
κεραμοπλάστης
Headword (normalized):
κεραμοπλάστης
Headword (normalized/stripped):
κεραμοπλαστης
IDX:
47899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47900
Key:
Data
{'content': 'potter'}