Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
ἄμπνυτο
View word page
ἀμπέχω
to surround, cover

ShortDef

to surround, cover

Debugging

Headword:
ἀμπέχω
Headword (normalized):
ἀμπέχω
Headword (normalized/stripped):
αμπεχω
IDX:
4789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4790
Key:

Data

{'content': 'to surround, cover'}