Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
View word page
ἀγκιστρόδετος
with a hook
ShortDef
with a hook
Debugging
Headword:
ἀγκιστρόδετος
Headword (normalized):
ἀγκιστρόδετος
Headword (normalized/stripped):
αγκιστροδετος
IDX:
478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-479
Key:
Data
{'content': 'with a hook'}