Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
κέραμος
κεραμοτήξ
κεραμόω
View word page
κεραμῖτις
of or for pottery

ShortDef

of or for pottery

Debugging

Headword:
κεραμῖτις
Headword (normalized):
κεραμῖτις
Headword (normalized/stripped):
κεραμιτις
IDX:
47898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47899
Key:

Data

{'content': 'of or for pottery'}