Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
κέραμος
κεραμοτήξ
View word page
κεραμίς
a roof-tile
ShortDef
a roof-tile
Debugging
Headword:
κεραμίς
Headword (normalized):
κεραμίς
Headword (normalized/stripped):
κεραμις
IDX:
47897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47898
Key:
Data
{'content': 'a roof-tile'}