Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
κέραμος
View word page
κεράμιον
an earthenware vessel, a jar
ShortDef
an earthenware vessel, a jar
Debugging
Headword:
κεράμιον
Headword (normalized):
κεράμιον
Headword (normalized/stripped):
κεραμιον
IDX:
47896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47897
Key:
Data
{'content': 'an earthenware vessel, a jar'}