Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
κεραμοπλαστικόν
κεραμοποιός
κεραμοπωλεῖον
κεραμοπωλέω
κεραμοπώλης
Κέραμος
View word page
κεράμινος
of clay, earthen

ShortDef

of clay, earthen

Debugging

Headword:
κεράμινος
Headword (normalized):
κεράμινος
Headword (normalized/stripped):
κεραμινος
IDX:
47895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47896
Key:

Data

{'content': 'of clay, earthen'}