Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
κεραμοπλάστης
View word page
κεραμεύω
to be a potter, work in earthenware

ShortDef

to be a potter, work in earthenware

Debugging

Headword:
κεραμεύω
Headword (normalized):
κεραμεύω
Headword (normalized/stripped):
κεραμευω
IDX:
47889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47890
Key:

Data

{'content': 'to be a potter, work in earthenware'}