Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
View word page
ἀμπεχόνη
a fine robe
ShortDef
a fine robe
Debugging
Headword:
ἀμπεχόνη
Headword (normalized):
ἀμπεχόνη
Headword (normalized/stripped):
αμπεχονη
IDX:
4788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4789
Key:
Data
{'content': 'a fine robe'}