Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
κεραμῖτις
View word page
κεραμευτικός
of or for a potter

ShortDef

of or for a potter

Debugging

Headword:
κεραμευτικός
Headword (normalized):
κεραμευτικός
Headword (normalized/stripped):
κεραμευτικος
IDX:
47888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47889
Key:

Data

{'content': 'of or for a potter'}