Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
κεραμίς
View word page
κεραμεύς
a potter

ShortDef

a potter

Debugging

Headword:
κεραμεύς
Headword (normalized):
κεραμεύς
Headword (normalized/stripped):
κεραμευς
IDX:
47887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47888
Key:

Data

{'content': 'a potter'}