Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
κεραμικός
κεράμινος
κεράμιον
View word page
κεραμεοῦς
of clay, earthen

ShortDef

of clay, earthen

Debugging

Headword:
κεραμεοῦς
Headword (normalized):
κεραμεοῦς
Headword (normalized/stripped):
κεραμεους
IDX:
47886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47887
Key:

Data

{'content': 'of clay, earthen'}