Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
κεραμιδόω
Κεραμικός
View word page
Κεραμεικός
the Potters’ Quarter in Athens; (adj.) of Ceramus, in Caria
ShortDef
of or for a potter
the Potters’ Quarter in Athens; (adj.) of Ceramus, in Caria
Debugging
Headword:
Κεραμεικός
Headword (normalized):
κεραμεικός
Headword (normalized/stripped):
κεραμεικος
IDX:
47883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47884
Key:
Data
{'content': 'the Potters’ Quarter in Athens; (adj.) of Ceramus, in Caria'}