Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
κεραμιδοπλάστης
View word page
κεραμεία
the potter's art

ShortDef

the potter's art

Debugging

Headword:
κεραμεία
Headword (normalized):
κεραμεία
Headword (normalized/stripped):
κεραμεια
IDX:
47881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47882
Key:

Data

{'content': "the potter's art"}