Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραία
κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμεύω
κεραμεών
View word page
κεράμβυξ
longicorn beetle, cerambyx
ShortDef
longicorn beetle, cerambyx
Debugging
Headword:
κεράμβυξ
Headword (normalized):
κεράμβυξ
Headword (normalized/stripped):
κεραμβυξ
IDX:
47880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47881
Key:
Data
{'content': 'longicorn beetle, cerambyx'}