Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραελκής
κεραία
κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
κεραμεοῦς
View word page
κεραϊστής
plunderer

ShortDef

plunderer

Debugging

Headword:
κεραϊστής
Headword (normalized):
κεραϊστής
Headword (normalized/stripped):
κεραιστης
IDX:
47876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47877
Key:

Data

{'content': 'plunderer'}