Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενωτικός
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραελκής
κεραία
κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
κεράμβυξ
κεραμεία
κεραμεικός
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεράμειος
View word page
κεραϊσμός
devastation

ShortDef

devastation

Debugging

Headword:
κεραϊσμός
Headword (normalized):
κεραϊσμός
Headword (normalized/stripped):
κεραισμος
IDX:
47875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47876
Key:

Data

{'content': 'devastation'}