Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
κενωτέον
κενωτικός
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραελκής
κεραία
κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
κεράμβηλον
View word page
κεραελκής
drawing by the horns

ShortDef

drawing by the horns

Debugging

Headword:
κεραελκής
Headword (normalized):
κεραελκής
Headword (normalized/stripped):
κεραελκης
IDX:
47869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47870
Key:

Data

{'content': 'drawing by the horns'}