Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέντρωσις
κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
κενωτέον
κενωτικός
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραελκής
κεραία
κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
κεραϊστής
κεραΐτης
κεραίω
View word page
κεπφόω
ensnare like a κέπφος

ShortDef

ensnare like a κέπφος

Debugging

Headword:
κεπφόω
Headword (normalized):
κεπφόω
Headword (normalized/stripped):
κεπφοω
IDX:
47868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47869
Key:

Data

{'content': 'ensnare like a κέπφος'}