Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κέντρων
κεντρωνάριον
κεντρωνορράφος
κέντρωσις
κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
κενωτέον
κενωτικός
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραελκής
κεραία
κεραΐζω
κεραιοῦχος
κεραιοφόρος
κεραΐς
κεραϊσμός
View word page
κενωτικός
tending to empty
ShortDef
tending to empty
Debugging
Headword:
κενωτικός
Headword (normalized):
κενωτικός
Headword (normalized/stripped):
κενωτικος
IDX:
47865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47866
Key:
Data
{'content': 'tending to empty'}