Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεντροποιός
κεντροτυπής
κεντροτύπος
κεντροφόρος
κεντρόω
κεντρώδης
κέντρων
κεντρωνάριον
κεντρωνορράφος
κέντρωσις
κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
κενωτέον
κενωτικός
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
κεραελκής
View word page
κεντρωτός
spiky
ShortDef
spiky
Debugging
Headword:
κεντρωτός
Headword (normalized):
κεντρωτός
Headword (normalized/stripped):
κεντρωτος
IDX:
47859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47860
Key:
Data
{'content': 'spiky'}