Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
View word page
ἀμπελώδης
rich in vines

ShortDef

rich in vines

Debugging

Headword:
ἀμπελώδης
Headword (normalized):
ἀμπελώδης
Headword (normalized/stripped):
αμπελωδης
IDX:
4785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4786
Key:

Data

{'content': 'rich in vines'}