Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέντρον
κεντροποιός
κεντροτυπής
κεντροτύπος
κεντροφόρος
κεντρόω
κεντρώδης
κέντρων
κεντρωνάριον
κεντρωνορράφος
κέντρωσις
κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
κενωτέον
κενωτικός
κεπφαττελεβώδης
κέπφος
κεπφόω
View word page
κέντρωσις
goading, piercing

ShortDef

goading, piercing

Debugging

Headword:
κέντρωσις
Headword (normalized):
κέντρωσις
Headword (normalized/stripped):
κεντρωσις
IDX:
47858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47859
Key:

Data

{'content': 'goading, piercing'}