Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεντροειδής
κεντροθεσία
κεντρομανής
κεντρομυρσίνη
κέντρον
κεντροποιός
κεντροτυπής
κεντροτύπος
κεντροφόρος
κεντρόω
κεντρώδης
κέντρων
κεντρωνάριον
κεντρωνορράφος
κέντρωσις
κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
κενωτέον
View word page
κεντρώδης
pointed, prickly

ShortDef

pointed, prickly

Debugging

Headword:
κεντρώδης
Headword (normalized):
κεντρώδης
Headword (normalized/stripped):
κεντρωδης
IDX:
47854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47855
Key:

Data

{'content': 'pointed, prickly'}