Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεντροδήλητος
κεντροειδής
κεντροθεσία
κεντρομανής
κεντρομυρσίνη
κέντρον
κεντροποιός
κεντροτυπής
κεντροτύπος
κεντροφόρος
κεντρόω
κεντρώδης
κέντρων
κεντρωνάριον
κεντρωνορράφος
κέντρωσις
κεντρωτός
κέντωρ
κένωμα
κενώσιμος
κένωσις
View word page
κεντρόω
to furnish with a sting, to strike with a goad
ShortDef
to furnish with a sting, to strike with a goad
Debugging
Headword:
κεντρόω
Headword (normalized):
κεντρόω
Headword (normalized/stripped):
κεντροω
IDX:
47853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47854
Key:
Data
{'content': 'to furnish with a sting, to strike with a goad'}