Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
View word page
ἀμπελοφύτωρ
a vine-planter

ShortDef

a vine-planter

Debugging

Headword:
ἀμπελοφύτωρ
Headword (normalized):
ἀμπελοφύτωρ
Headword (normalized/stripped):
αμπελοφυτωρ
IDX:
4784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4785
Key:

Data

{'content': 'a vine-planter'}