Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεντρικός
κεντρίνης
κεντρίσκος
κεντρισμός
κεντριστέον
κεντρίτης
κεντροβαρικά
κεντροδήλητος
κεντροειδής
κεντροθεσία
κεντρομανής
κεντρομυρσίνη
κέντρον
κεντροποιός
κεντροτυπής
κεντροτύπος
κεντροφόρος
κεντρόω
κεντρώδης
κέντρων
κεντρωνάριον
View word page
κεντρομανής
madly spurring

ShortDef

madly spurring

Debugging

Headword:
κεντρομανής
Headword (normalized):
κεντρομανής
Headword (normalized/stripped):
κεντρομανης
IDX:
47846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47847
Key:

Data

{'content': 'madly spurring'}