Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
κεντρήεις
κεντρηνεκής
κεντριάδαι
κεντρίζω
κεντρικός
κεντρίνης
κεντρίσκος
κεντρισμός
κεντριστέον
κεντρίτης
κεντροβαρικά
κεντροδήλητος
κεντροειδής
κεντροθεσία
κεντρομανής
κεντρομυρσίνη
κέντρον
κεντροποιός
View word page
κεντρισμός
stimulatio
ShortDef
stimulatio
Debugging
Headword:
κεντρισμός
Headword (normalized):
κεντρισμός
Headword (normalized/stripped):
κεντρισμος
IDX:
47839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47840
Key:
Data
{'content': 'stimulatio'}