Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
κεντρήεις
κεντρηνεκής
κεντριάδαι
κεντρίζω
κεντρικός
κεντρίνης
κεντρίσκος
κεντρισμός
κεντριστέον
κεντρίτης
κεντροβαρικά
κεντροδήλητος
View word page
κεντρηνεκής
spurred
ShortDef
spurred
Debugging
Headword:
κεντρηνεκής
Headword (normalized):
κεντρηνεκής
Headword (normalized/stripped):
κεντρηνεκης
IDX:
47833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47834
Key:
Data
{'content': 'spurred'}