Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντηναρία
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
κεντρήεις
κεντρηνεκής
κεντριάδαι
κεντρίζω
κεντρικός
κεντρίνης
κεντρίσκος
κεντρισμός
View word page
κεντητός
embroidered

ShortDef

embroidered

Debugging

Headword:
κεντητός
Headword (normalized):
κεντητός
Headword (normalized/stripped):
κεντητος
IDX:
47829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47830
Key:

Data

{'content': 'embroidered'}