Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κένταυρος
Κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντηναρία
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
κεντρήεις
κεντρηνεκής
κεντριάδαι
κεντρίζω
κεντρικός
κεντρίνης
κεντρίσκος
View word page
κεντητικός
prickly

ShortDef

prickly

Debugging

Headword:
κεντητικός
Headword (normalized):
κεντητικός
Headword (normalized/stripped):
κεντητικος
IDX:
47828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47829
Key:

Data

{'content': 'prickly'}